- πυκνοπλοώ
- -έω, Αταξιδεύω συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + -πλοῶ (< -πλόος / -πλοῦς < πλέω), πρβλ. νυκτο-πλοῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek